- κακοψυχία
- κᾰκο-ψῡχία, ἡ,A = κακοφυΐα, bad natural qualities, opp. εὐψυχία, Pl.Lg.791c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κακοψυχία — κακοψυχία, ἡ (Α) 1. κακοφυΐα, κακή φυσική ιδιότητα, κακό φυσικό 2. (κατ επέκτ.) δειλία, ολιγοψυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ψυχία (< ψυχος < ψυχή), πρβλ. μεγαλο ψυχία, φιλο ψυχία] … Dictionary of Greek
κακοψυχίας — κακοψυχίᾱς , κακοψυχία bad natural qualities fem acc pl κακοψυχίᾱς , κακοψυχία bad natural qualities fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοψυχίαι — κακοψυχίᾱͅ , κακοψυχία bad natural qualities fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευψυχία — η (ΑΜ εὐψυχία) [εύψυχος Ι] ψυχικό σθένος, υψηλό φρόνημα, ευτολμία, γενναιοψυχία, ανδρεία, αποφασιστικότητα αρχ. ψυχική αγαθότητα, αντίθ. τού κακοψυχία … Dictionary of Greek